Διαφήμιση

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

ΤΕΛΙΚΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΡΙΤΟ ΦΥΛΟ;;;




Για πολλές δεκαετίες οι κοινωνίες προβληματίστηκαν και διχάστηκαν από ερωτήματα, όπως«Μήπως υπάρχει τρίτο φύλο;», «και εάν δεν υπάρχει τρίτο φύλο, οι ομοφυλόφιλοι και οι διαφυλικοί ποια φυλετική  ταυτότητα έχουν;» και πολλά άλλα παρόμοια.


Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, αρχικά με την παρατήρηση ότι ο όρος διαφυλικός είναι ισοδύναμος με τον αντίστοιχο βρετανικό transsexual, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα ενός φύλου τα οποία είναι πεποισμένα ότι αποτελούν μέλη του άλλου φύλου και νιώθουν μια ακατανίκητη επιθυμία να ζουν σε αυτό το φύλο ορμονικά, ανατομικά και κοινωνικά. Οπότε, είναι λανθασμένη η πεποίθηση πολλών ότι οι διαφυλικοί είναι άτομα ομοφυλόφιλα που κάποια στιγμή αποφάσισαν να αλλάξουν την εξωτερική τους εμφάνιση. Ομοφυλοφιλισμός και διαφυλισμός είναι δύο εντελώς διαφορετικές καταστάσεις.  Στην πρώτη περίπτωση παρατηρείται αποκλίνουσα σεξουαλική προτίμηση χωρίς το άτομο να απεχθάνεται και να θέλει να αλλάξει το φύλο του, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, με την οποία και θα ασχοληθούμε, το πρόβλημα εντοπίζεται στη σεξουαλική ταυτότητα.
Ο διαφυλισμός είναι μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από εκσεσημασμένη δυσφορία φύλου. Υπάρχουν βιολογικοί άντρες που αισθάνονται γυναίκες, αλλά και βιολογικές γυναίκες που νιώθουν άντρες. Μιας και η πρώτη περίπτωση πλειοψηφεί, θα επικεντρωθούμε κυρίως σε αυτή. Το άτομο από μικρή ηλικία νιώθει παγιδευμένο στο σώμα του. Χαρακτηριστικά αναφέρουν οτι νιώθουν το σώμα τους σαν κελί φυλακής χωρίς παράθυρα και έξοδο διαφυγής. «Πώς είναι δυνατόν εγώ, μια γυναίκα, να έχω ανδρικό σώμα;» είναι το ερώτημα που τους ταλανίζει από τη στιγμή που αρχίζουν να συνειδητοποιούν τον κόσμο. Ελκύονται από άτομα του ίδιου βιολογικού φύλου και απεχθάνονται κάθε χαρακτηριστικό του φύλου τους. Πρόκειται για μια πολύ ψυχοφθόρα εσωτερική πάλη, η οποία οδηγεί κάποιους στον αυτοκτονικό ιδεασμό, προκειμένου να απεγκλωβιστούν από το μαρτύριο της ύπαρξής τους.  Τα τελευταία 20-30 έτη ο διαφυλισμός αναγνωρίστηκε ως μια ιατρική κατάσταση, έτσι ώστε η ιατρική επιστήμη να προσπαθήσει να προσφέρει μια καλύτερη ποιότητα ζωής στα άτομα αυτά που, παρά τη θέλησή τους και χωρίς να φέρουν καμία απολύτως ευθύνη, καλούνται να αντιμετωπίσουν ότι το φύλο τους είναι «λάθος».
Στα πλαίσια της επιστημονικής προόδου, όπου πλέον κάθε συμπεριφορά, προτίμηση και ικανότητα μπορούν να αποδοθούν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ανθρώπινου εγκεφάλου, έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να διαπιστωθεί πώς ακριβώς αποτυπώνεται νευρολογικά η κατάσταση αυτή και κατά πόσο υπάρχει γενετική παρακαταθήκη. Έχουν πραγματοποιηθεί κάποια βήματα προς την κατεύθυνση αυτή, όπως η αναγνώριση ενός εγκεφαλικού πυρήνα(ΒΝST) ο οποίος σε άνδρες διαφυλικούς δεν έχει τη μορφολογία που αρμόζει στο φύλο τους, αλλά μοιάζει με τον αντίστοιχο γυναικείο, καθώς και η διαπίστωση ότι οι υποδοχείς ανδρογόνων των ανδρών διαφυλικών είναι λιγότερο ενεργοί και ως εκ τούτου η σεξουαλική τους συμπεριφορά ρυθμίζεται σε μικρότερο βαθμό από τα ανδρογόνα. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι μιλάμε για μια κατάσταση την οποία δεν επιλέγουν οι διαφυλικοί, αλλά τους έχει ήδη επιλέξει από τη στιγμή της γέννησής τους.


Η κλινική διαχείριση αυτών των ατόμων περιλαμβάνει τρία επιμέρους στάδια: Αρχικά, με τη βοήθεια ψυχιάτρου γίνεται η προσπάθεια να διαφοροδιαγνωσθεί  το άτομο από ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους, φετιχισμό για ένδυση με ρούχα του άλλου φύλου για σεξουαλική διέγερση, σχιζοφρένεια και άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Από τη στιγμή που διαπιστωθεί η έντονη δυσφορία του φύλου και το πρόβλημα της σεξουαλικής ταυτότητας ξεκινάει μια διαδικασία ψυχοθεραπείας που στοχεύει στο να αποφορτίσει το άτομο από τη βασανιστική σύγκρουση μεταξύ αυτού που νιώθουν ως πραγματικό τους φύλο και του βιολογικού τους φύλου, το οποίο κατ’επέκταση τους αποδίδει και η κοινωνία. Παράλληλα, μπορούν να ξεκινήσουν και κάποιες αναστρέψιμες ορμονικές θεραπείες, με σκοπό να να μπουν στο ρόλο του αντίθετου φύλου, που τόσο επιθυμούν, και να εκτιμήσουν δια ζώσης τις οικογενειακές, εκπαιδευτικές, επαγγελματικές και νομικές συνέπειες και να κρίνουν κατά πόσο τελικά πραγματώνονται οι φαντασιώσεις τους. Το μεταβατικό αυτό στάδιο διαρκεί τουλάχιστον ένα έτος και παρόλο που ακούγεται απλό αποτελεί ένα εξαιρετικά δύσκολο στάδιο, αν όχι το πιο δύσκολο ολόκληρου του προγράμματος. Το άτομο ζει διχασμένο ανάμεσα στην εξωτερική εμφάνιση που πάντα επιθυμούσε και τα γεννητικά όργανα του βιολογικού φύλου του, που ακόμη φέρει. Και μόνο η παραμονή στο πρόγραμμα αντικατοπτρίζει την έντονη δυσφορία για το βιολογικό του φύλο. Αφού παρέλθει το διάστημα ενός έτους και εφόσον το άτομο δεν αλλάξει γνώμη μπορεί πλέον να καταφύγει σε μη αναστρέψιμες αλλαγές, τόσο με ορμόνες αλλά και χειρουργικές για να αλλάξει τα γεννητικά του όργανα. Μετά το χειρουργείο η ορμονική θεραπεία, πλέον, διευκολύνεται.

Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι παρόλο που η εξέλιξη της επιστήμης βοηθά τους διαφυλικούς να απεγκλωβιστούν από τη διαμάχη σώματος-μυαλού που είναι συνυφασμένη με την ύπαρξή τους, εν τέλει δεν τους παρέχει την ποιότητα ζωής που δικαιούνται ως άνθρωποι. Οι ορμονικοί χειρισμοί επιβαρύνουν την υγεία τους με διάφορους τρόπους, αλλά το πρόβλημα είναι ακόμη πιο βαθύ. Τα άτομα αυτά έχουν περιορισμένες επαγγελματικές ευκαιρίες, πιο δύσκολες διαπροσωπικές σχέσεις, χαμηλότερη αυτοεκτίμηση. Ζουν γνωρίζοντας ότι ποτέ δε θα γίνουν αποδεκτοί από όλους και θα αντιμετωπίζονται από κάποιους (ας ελπίσουμε μειoψηφία) ως «σφάλματα της φύσης». Μήπως, λοιπόν, ήρθε η ώρα η κοινωνία να παράσχει τη συμπόνια και την κατανόησή της όχι μόνο σε αυτόν που χωρίς να φταίει γεννήθηκε με καρδιοπάθεια ή αυτισμό, αλλά και σε αυτον που γεννήθηκε χωρίς να φταίει με σώμα του ενός φύλου και εγκέφαλο του άλλου φύλου;